- καταληγον
- καταλῆγονκατα-λῆγοντό граница, рубеж Polyb.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταλῆγον — καταλήγω leave off pres part act masc voc sg καταλήγω leave off pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτραχήλιο — το / ὑποτραχήλιον, ΝΜΑ 1. το κατώτερο μέρος τού τραχήλου («ὑποτραχήλιον καλοῡσι τὸ ὑπὸ τοὺς αὐχένας μεταξὺ ὠμοπλατῶν καταλῆγον ἐπὶ τὸ μετάφρενον», Πολυδ.) 2. αρχιτ. το μεταξύ τού κορμού και τού κιονοκράνου μη ραβδωτό τμήμα ενός κίονα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek